Ελπιδα

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Γ’ Εθνική Συνέλευση της Ερμιόνης – Τροιζήνας

Aπο την Αργολικη αρχειακη Βιβλιοθηκη ιστοριας και πολιτισμου (www.argolikivivliothiki.gr)


Η Γ’ Εθνική Συνέλευση των αντιπροσώπων της επαναστατημένης Ελλάδας είχε αρχί­σει τις εργασίες της στις 6 του Απρίλη του 1826 στην Επίδαυρο, αλλά σε λίγες μέρες διακό­πηκε από τους διαπληκτισμούς και τις διχόνοιες που ξέσπασαν ανάμεσα στα μέλη της. Τότε η διοικητική επιτροπή της Ελλάδας, που την αποτελούσαν ο Ανδρέας Ζαΐμης ως πρόεδρος και γενικός γραμματέας ο Χιώτης γιατρός και πολιτικός Γεώργιος Γλαράκης και μέλη οι Δ. Τσαμαδός, Π. Μαυρομιχάλης, Σ. Τρικούπης, Π. Δ. Δημητρακόπουλος, Α. Χ. Αναργύρου, Α. Μοναρχίδης, Κ. Ζώτος και I. Βλάχος, πήγε στην Αίγινα και με τον ισχυρισμό ότι μόνο αυτή είχε το δικαίωμα να ορίσει τον τόπο, όπου θα έπρεπε να συνεχιστούν οι εργασίες της συνέλευσης, κάλεσε τους πληρεξούσιους να πάνε εκεί.


Επίσης τούτη η επιτροπή υποστήριζε ότι είχε και το δικαίωμα να αναγνωρίζει ως νόμιμους πληρεξούσιους του έθνους μόνο αυ­τούς που απαρτίζανε την Γ’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. Και σύμφωνα με τούτη την άποψη, η συνέλευση που θα γινόταν στην Αίγινα θα υπολογιζόταν ως συνέχεια εκείνης της Επιδαύρου, όπου και θα έπαιρναν μέρος μόνο οι πληρεξούσιοι που ήταν πριν στην Επί­δαυρο.


Αλλά μια μεγάλη ομάδα πληρεξούσιων διαφώνησε με όλα αυτά. Για τον τόπο της συνέ­χισης των εργασιών της εθνικής συνέλευσης είχε αντίρρηση και ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, όμως δεν παρέλειπε να πιέζει την επιτροπή της συνέλευσης για την ανάγκη να μη χάνεται χρόνος. Από τ’ Ανάπλι τον Οκτώβρη του 1826 παρότρυνε τούτη την επιτροπή γράφοντας: «Τώρα είναι καιρός να προκηρύξετε, ως επιτροπή της Συνελεύσεως, να τελειώσωμεν την Συνέλευσιν του απερασμένου Απριλίου και θέλει χασομερίσωμε. Τώρα είναι καιρός, είναι χειμώνας και ούτε ημείς πολεμούμε, ούτε ο Ιμπραΐμης». Σε ερώτηση της επιτροπής, για το ποιον τόπο θεωρούσε σίγουρο για τη συνέλευση, αποκρίθηκε: «Απάνω στην Πελοπόννησο να γένη η Συνέλευσις, να έχωμε και έγνοια τον Ιμπραΐμη οπού να δίνωμε εις το στρατικό βοήθειαν εις κάθε ανάγκην, διότι έχομε τον εχθρόν εις την πόρτα μας». Και για σίγουρους τόπους πρότεινε: «Είναι το Λενίδι, είναι το Κρανίδι, είναι το Καστρί, είναι και η Πιάδα, από τους τέσσερους τόπους, όποιον θέλετε εκλεχτέ».


Και συνεχίζει: «Με αποκρίθηκαν: Να ρωτήσωμεν και την διοικητικήν επιτροπήν. Και ανταμώσαμεν, και ωμίλησαν τα δυο σώματα, και αποφάσισαν με δόλο, ή εις τον Πόρο, ή εις την Αίγιναν, δια να κάμουν την Συνέλευσιν κατά θέλησίν τους, όποιον πληρεξούσιον θέλουν να εμβάζουν, όποιον δεν θέλουν να μην τον δέχωνται εις το νησί. Και μου αποκρίθηκε η επιτροπή την ομιλίαν οπού έκαμε με το άλλο σώμα το Κυβερνητικό ότι να γένη η Συνέλευσις εις τον Πόρο ή εις την Αί­γινα. Και εγώ δεν το εδέχθηκα, και τους επροφασίστηκα ότι: Εγώ εις το γιαλό δεν εμπαίνω γιατί έκαμα όρκο όταν με είχαν εις την Ύδρα[i] και δεν μπαίνω πλοίο στο πέλαγο. Εάν δεν είμαι εις την Συνέλευσιν εγώ που ήμουν ένα άτομο δεν έβλαβε, όμως είχα πολλούς ψήφους, και από άρματα και από πολιτικούς, είχα και άλλους που δεν ήθελαν να πάνε».


Ύστερα από μάταιες προσπάθειες για συνεννόηση ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να πάει στην Ερμιόνη: «Και της ευθύς επήγα εις το σπίτι μου και καβάλληκα και επήρα και τον Τσώκρη[ii] με διακοσίους ανθρώπους και τον Νικολάκη Πονηρό[iii] και Αναγνωστάκο, ανήμε­ρα του Αγίου Δημητρίου, και όσο να πάγω στην Ερμιόνη εσύναξα τετρακοσίους. Και μα­θαίνοντας ότι εγώ πάγω στην Ερμιόνη, σηκώθηκαν και αι δύο επιτροπαί και επήγαν εις την Αίγινα και επροκήρυξαν την Συνέλευσιν. Και επροκήρυξα και εγώ να μαζωχτούν να κάμωμε την Συνέλευσιν στην Ερμιόνη.


Έστειλα τον Νικολάκη Πονηρό εις την Ύδρα, εις τον κυρ-Γιώργη[iv] και λοιπούς Υδραίους και ήλθον οι Υδραίοι και η Συνέλευσις η εδική μας ήτον ως ενενήντα πληρεξούσιοι και εις την Αίγινα ήτον πενήντα με ταις δυο επιτροπές».


Στην Ερμιόνη λοιπόν μαζεύτηκαν οι περισσότεροι πληρεξούσιοι, που κατά το Αρχείο Μάμουκα ήσαν 141[v], αν και ο Κολοκοτρώνης τους υπολογίζει ως 90. Εκεί παραβρέθηκαν, εκτός από τους πληρεξούσιους που είχαν πάρει μέρος στη συνέλευση της Επιδαύρου, και άλλοι από επαρχίες που είχαν αγωνιστεί ενάντια στους Τούρκους και είχαν απελευθερωθεί και που αυτοί της Αίγινας δεν ήθελαν να τους αναγνωρίσουν.


Ο Κολοκοτρώνης είχε στρατοπεδεύσει στην Ερμιόνη από τον Νοέμβρη του 1826 και επιδιδόταν σε δραστήριες ενέργειες για να συνεχιστεί η συνέλευση εκεί, ερχόμενος σε συνεν­νόηση με τους κυριότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς της επαναστατημένης Ελλάδας. Αλλά οι συγκεντρωμένοι στην Αίγινα πληρεξούσιοι επιμένανε στην άποψή τους και για τον τόπο της συνέλευσης και για την αναγνώριση των αντιπροσώπων. Όσοι πάλι μαζεύτη­καν στην Ερμιόνη παραμένανε αμετάπειστοι, υποστηρίζοντας ότι η άποψη αυτή ούτε νόμι­μη ήταν, ούτε δίκαιη, και ότι τον τόπο της συνέλευσης μόνο η πλειοψηφία των πληρεξού­σιων, με ανανεωμένη μάλιστα τη λαϊκή εντολή, μπορούσε να τον καθορίσει.


Η διαμάχη αυτή είχε συγκλονίσει το λαό και το στρατό σε όλη την επαναστατημένη χώ­ρα. Η γενική κατάσταση ήτανε κρίσιμη. Το Μεσολόγγι έπεσε. Η ακρόπολη της Αθήνας κιν­δύνευε. Ο στρατός είχε εξαντληθεί και πολεμοφόδια και τρόφιμα δεν υπήρχαν. Κι ακόμα οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη, που γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των Τούρκων και των Ευρωπαίων πρεσβευτών με επικεφαλής τον Βρετανό πρέσβη, είχανε σταματήσει, αφού δεν στέλνονταν οδηγίες από την Ελλάδα. Γενική απογοήτευση επικρατούσε που κο­ρυφωνόταν από τη διαμάχη των πληρεξούσιων του Έθνους.


Η απειλή, να καταστραφεί ό,τι είχε επιτευχθεί ως τώρα για τον απελευθερωτικό αγώνα και για τη σωτηρία της πατρίδας, είτανε φανερή. Μέσα στις συνθήκες αυτές με πρωτοβουλία του Κολοκοτρώνη προκηρύχτηκε η έναρξη των εργασιών της Γ’ Εθνικής Συνέλευσης στην Ερμιόνη. Εκλέχτηκε πρόεδρος της συνέλευ­σης ο Γιώργης Κουντουριώτης, αλλά παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιατρός Γεώργιος Σισίνης με γραμματέα τον Νικόλαο Σπηλιάδη, που διέθετε εξαίρετη μόρφωση και γλωσσο­μάθεια. Βοηθοί του πρώτου γραμματέα ορίστηκαν οι Μιχαήλ Οικονόμου και Γεώργιος Χρηστίδης ή Μιχαήλ Χρυσηίδης. Ο Σισίνης φιλοξενήθηκε σε σπίτι Κομμά. Βουλευτήριο έγινε το σπίτι Οικονόμου. Ο Κολοκοτρώνης, που τότε ήταν γενικός αρχηγός του Στρατού, είχε εγκαταστήσει το αρχη­γείο του στο σπίτι του Γιάννη Μήτσα-Μίτζα.[vi]


Η Γ’ Εθνική Συνέλευση της Ερμιόνης πραγματοποίησε δέκα προκαταρκτικές συνε­δριάσεις, από 18 του Γενάρη του 1827 ως τις 10 του Φλεβάρη, και δεκαεπτά τακτικές, που άρχισαν στις 11 του Φλεβάρη και τέλειωσαν στις 17 του Μάρτη του ίδιου χρόνου. Κατά τις προκαταρκτικές συνεδριάσεις εκλέχτηκε φρούραρχος της συνέλευσης ο στρα­τηγός Νικήτας Σταματελόπουλος – Νικηταράς, ανεψιός του Κολοκοτρώνη, και αποφασίστη­κε όπως η φρουρά αποτελεστεί απο τετρακόσιους άντρες. Και για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα γενικά, αποφασίστηκε η πώληση των προσόδων του Κάτω Ναχαγέ.


Στη διάρκεια τούτων των συνεδριάσεων έφτασε έγγραφο από την Αίγινα με την πρότα­ση να συγκληθεί η Εθνοσυνέλευση σε τρίτον τόπο. Από την Ερμιόνη στάλθηκε απάντηση-πρόσκληση να πάνε εκεί οι πληρεξούσιοι της Αίγινας, όπου με το δικαίωμα της πλειοψη­φίας είχε αποφασιστεί και οριστεί ως τόπος της συνέλευσης. Έφτασε επίσης γράμμα από τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, γραμμένο στο στρατόπεδο του στο Δίστομο της Λειβαδιάς. Ο γενικός αρχηγός των στρατοπέδων της Στερεάς Ελλάδας συ­νιστούσε ομόνοια και αδελφοσύνη και πρότεινε ως τρίτον τόπο της συνέλευσης τη Σαλαμίνα.


Από την Ερμιόνη στάλθηκε απάντηση όπου αναφερόταν: «Τώρα εσχάτως ήλθον απε­σταλμένοι και εξ Αιγίνης δι’αυτήν την ιδίαν περί του τόπου υπόθεσιν και είδον ότι το δι­καίωμα των πλειόνων και ουχί άλλος τις αποφασίζει τόπον Συνελεύσεως την Ερμιόνην, ήτις και άλλως είναι τόπος κατά πάντα πρόσφορος και κατάλληλος δια τούτο και όσοι δεν κυριεύονται ειμή υπό απλούν το συμφέρον της Πατρίδος δεν έμειναν αμετάπειστοι, ούτε θ’αργήσουν να μεταβούν και εκείνοι εξ Αιγίνης εδώ και τους άλλους να παρακινήσουν να μεταβούν».[vii]


Κι ακόμη ζητούσαν από τον Καραϊσκάκη να παρακινήσει τους πληρεξούσι­ους των μερών του να πάνε στην Ερμιόνη το γρηγορότερο για να μην “αναβάλλεται η ωφέ­λεια της Πατρίδος” σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Δεύτερο έγγραφο έφτασε από την Αίγινα, που καλούσε τους πληρεξούσιους της Ερμιό­νης να πάνε εκεί και τόνιζε ότι καμιά πράξη των συγκεντρωμένων στην Ερμιόνη δεν θα αναγνωριζόταν ως νόμιμη. Σε τούτο δεν δόθηκε απάντηση.


Πριν αρχίσουν οι τακτικές συνεδριάσεις, έγινε θρησκευτική τελετή στην εκκλησιά των Ταξιαρχών και ακολούθησε ορκωμοσία των πληρεξούσιων. Στη συνέχεια άρχισαν οι εργα­σίες της πρώτης τακτικής συνεδρίασης, όπου πάρθηκε απόφαση να μη θεωρηθούν ως νόμι­μοι οι πληρεξούσιοι της Αίγινας, γιατί δεν αντιπροσώπευαν το λαό. Μετά εγκρίθηκε ο κα­νονισμός των εργασιών του σώματος, οι διατάξεις δηλαδή των συνεδριάσεων και καθορί­στηκαν οι οδηγίες προς το φρούραρχο και προς τον αστυνόμο.


Κατά τις τακτικές αυτές συνεδριάσεις αποφασίστηκε να εκστρατεύσει ο Γενναίος Κο­λοκοτρώνης για να ενισχύσει το στρατόπεδο της Αττικής με 4.500 άντρες.[viii]


Επίσης εγκρίθηκε η πρόταση να ακολουθήσουν οι συνεδριάσεις της Ερμιόνης τον αριθ­μό των προηγούμενων συνεδριάσεων της Επιδαύρου ως συνέχειά τους. Δεύτερη πρόταση που εγκρίθηκε ήτανε να σταλεί γράμμα προς τον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντι­νούπολη Stratford Canning, όπου να αναφέρεται η ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους προς αυτόν και προς τους πρεσβευτές των άλλων μεγάλων δυνάμεων, για τη θερμή υποστή­ριξη των ελληνικών δικαίων κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τους Τούρκους για ειρήνη.


Στη διάρκεια της πέμπτης συνεδρίασης διαβάστηκε μήνυμα του αγωνιστή Αναστάση Λιδωρίκη από τη Δωρίδα, γραμμένο στη Σαλαμίνα, όπου έκανε γνωστό στη συνέλευση, ότι έρχεται στην Ερμιόνη μαζί με άλλους πληρεξούσιους από τη Στερεά Ελλάδα.


Στις συνεδριάσεις της Ερμιόνης συζητήθηκαν πολλά θέματα και πάρθηκαν αποφάσεις, όπως η απόφαση να αποζημιωθούν από τα ωφελήματα της ελληνικής επικράτειας, μετά την οποιαδήποτε αποκατάσταση του Έθνους, όσοι αγωνιστές ζημιώθηκαν και δυστύχησαν και εγκρίθηκε ανάλογο ψήφισμα. Διαβάστηκαν ακόμη αναφορές από διάφορα μέρη που ζητού­σαν βοήθεια σε πολεμοφόδια, τρόφιμα, γιδοπρόβατα, ζωοτροφές.


Από τη 13η συνεδρίαση στάλθηκε γράμμα προς το λόρδο Thomas Cochrane, που βρισκό­τανε τότε στη Μεσόγειο, με την παράκληση να έρθει στις ελληνικές θάλασσες και να βοηθή­σει στον απελευθερωτικόν αγώνα. Στην ίδια συνέλευση αποφασίστηκε όπως η βάση του ελ­ληνικού πολιτεύματος να είναι Κοινοβουλευτική.


Στη 16η συνέλευση διαβάστηκε έγγραφο του Κολοκοτρώνη, όπου πρότεινε τον Άγγλο στρατηγό Richard Church ως αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων της ξηράς και το λόρ­δο Cochrane ως αρχηγό των ναυτικών δυνάμεων. Ακόμη πρότεινε την εκλογή κυβερνήτη της Ελλάδας υποδείχνοντας τον πολιτικό και διπλωμάτη Ιωάννη Καποδίστρια.


Γράφει σχε­τικά ο Κολοκοτρώνης:


«Και ημείς τον Μάρτιον μήνα, σαν εγινήκαμε πλήρεις ενενήντα, αρχίσαμεν ταις εργασίαις μας και εβάλαμεν πρόεδρον τον Σισίνην. Τότινες έφτασε και ο Κό­χραν και τον εψηφίσαμεν αρχιθαλάσσιον εις ταις τρεις μοίραις Σπετσών, Υδραίων και Ψα­ρών. Εις τον ίδιον καιρόν ήλθε και ο Τσούρτς, διατί έλεγε η Συνέλευσις της Αιγίνης, ότι ο Κολοκοτρώνης γυρεύει πάντα να γίνη αρχιστράτηγος της Ελλάδος, κ’εγώ αποφάσισα, δια να μην ευρίσκουν αυτήν την πρόφασιν, έρηξα την φιλοτιμίαν μου κάτω δια την αγάπην της Πατρίδος, και έρηξαν κάτω την φιλοτιμίαν τους και αι τρεις νήσοι, και υπόγραψαν αρχιθαλάσσιον τον Κόχραν».


Η διαίρεση ανάμεσα στους πληρεξούσιους της Αίγινας, που ήσαν οπαδοί της κυβέρνη­σης του Αντρέα Ζαΐμη, και σε κείνους της Ερμιόνης, που ανήκαν στην αντιπολίτευση, εξα­κολουθούσε, αφού ούτε οι πρώτοι υποχωρούσαν, ούτε οι δεύτεροι: «Η διαίρεσις ακολου­θούσε τρεις μήνας. Ο Άμιλτων ευρισκότανε τον τότε καιρό εκεί, επήγαινε και εις την Αίγι­να και έρχονταν και εις ημάς να μας ενώση να κάμωμε την συνέλευσίν μας και ημείς ελέγαμε: Ας έλθουν εδώ οι Αιγινήται, που είμεθα πλειότεροι και τους δεχόμαστε. Εκείνοι έλεγαν το ίδιο. Και εφιλονικούνταν το πράγμα και έγραφαν εις τον μινίστρο Κάνιγγ ως επιτροπή και εγώ έγραφα ατομικώς. Και ελάβαιναν και εκείνοι απόκρισιν, ελάβαινα και εγώ».


Πολλές προσπάθειες καταβάλανε οι Άγγλοι για την ένωση των δυο ομάδων, αλλά η πλειοψηφία των πληρεξούσιων της Ερμιόνης ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει τη συνέλευ­ση εκεί και οι προσπάθειες δεν καρποφορούσαν: «Και ερχόμενος ο Κόχραν εις τον Πόρον, επήρα τον Μεταξά[ix] να τον ανταμώσω εις το καράβι και ωμιλήσαμεν τα όσα αποφάσισε η συνέλευσίς μας. Αυτός εζήτησε την ένωσιν και ημείς ελέγαμεν την ιδίαν ομιλίαν: Ας έλθη η συνέλευσις της Αίγινας και ημείς την δεχόμεθα.


Και είδα εις την ομιλίαν του την φαντασίαν οπού είχεν ο Κόχραν και εγώ του αποκρίθηκα, ως ‘Ελλην, φαντασμένα. Βγαίνοντας αναχωρήσαμεν και επήγαμεν πίσω στην Ερμιόνη και εκρατήσαμε και τον γκενεράλη Τσούρτς εις την Ερμιόνη. Και τότε έσμιξε ο Κόχραν με τον Τσούρτς και έγιναν μια γνώμη δια να μας συμβιβάσουν».


Μέσα στις συνθήκες αυτές έφτασε στη συνέλευση της Ερμιόνης και η έκκληση από την Αθήνα για βοήθεια: «Εκείναις ταις ώραις έγραφαν από την Αθήνα, ότι είναι στενοχωρημέ­νοι από στρατεύματα, και τότε η συνέλευσις μ’ επεφόρτισε να στείλω στρατεύματα, και διέ­ταξα τον Γενναίον και όλαις ταις επαρχίαις και σε είκοσι ημέραις έγινε με τρεις χιλιάδας, και με υποσχέθηκε η συνέλευσις ότι να τους πληρώσει, το έθνος, τους λουφέδες και έτσι εμείναμε ήσυχοι. Τότες ήλθαν οι δυο αρχηγοί της θαλάσσης και της ξηράς να μας ενώσουν, και να εύρουν ένα τρίτον τόπον, δια να τελειώσουν την συνέλευσιν, και ο τρίτος τόπος ήταν η Τροιζήνα, λεγόμενη Δαμαλά.


Όμως αποκρίθημεν των αρχηγών: «Ημείς πηγαίνομεν, όσα πρακτικά έχομεν κάμει να είναι επικυρωμένα από την συνέλευσιν, η φρουρά να μείνη η ιδία (τον Νικηταρά είχαμεν) και αν στερχθούν ερχόμεθα και ημείς εις την Τροιζήνα. Και έτσι εστέρχθησαν οι Αιγινήται. Και εσηκώθημεν και τα δύο μέρη και εσμίξαμεν εις την Τροιζήνα, και ενωμένοι εις την Τροιζήνα αρχίσαμεν τα πρακτικά (όσα είχαμεν καμωμένα ημείς έμειναν ασάλευτα) και αρχίσαμεν εμπρός».[x]


Τελικά οι προσπάθειες για ένωση έφεραν αποτέλεσμα και αφού έγινε δεχτός ο όρος των πληρεξούσιων της Ερμιόνης να αναγνωριστούν τα πρακτικά της συνέλευσής τους. Η περιπόθητη ένωση έφερε ανακούφιση και στο λαό και στο στρατό ύστερα από πολύμηνη αγωνία.


Οι ιστορικοί, αναφερόμενοι στη συνέλευση της Ερμιόνης, γράφουν: «Η θέση της Ερμιό­νης ήτο τοιαύτη, και εθεωρείτο τόσον ασφαλής, λόγω της γειτονίας προς τας δύο πολεμι­κάς νήσους και το Ναύπλιον, ώστε πολλοί κατέφευγον εις αυτήν, μετά δε τους εμφυλίους πολέμους, τας διαιρέσεις και την κατάστασιν την δημιουργηθείσαν δια της πτώσεως του Μεσολογγίου, προεκρίθη από τους αντιπολιτευμένους την νέαν κυβέρνησιν του Ανδρέα Ζαΐμη, ως τόπος της Εθνικής Συνελεύσεως.


Πράγματι όταν η Γ’ εν Επιδαύρω συνέλευσις ανέβαλε τας εργασίας της, εψήφισεν ότι θα συνήρχετο τον Σεπτέμβριον 1826 εις ό,τι μέρος θα συνεκαλήτο από την επιτροπήν της συνελεύσεως. Δις οι πληρεξούσιοι εκλήθησαν εις τον Πόρον και ουδείς μετέβη. Αφού δε απεφασίσθη να συγκληθή η συνέλευσις εις Αίγιναν, όπου και η κυβέρνησις, οι αντιπολιτευόμενοι έχοντες επί κεφαλής τον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, εξωθούμενοι από τους Κουντουριώτας και αριθμούντες τους κρατίστους εκ των κατά ξηράν και θάλασσαν πολεμικών αρχηγών, συνεκεντρώθησαν εις Ερμιόνην και εκάλεσαν τους λοιπούς παλαιούς και νέους συναδέλφους, να συνέλθωσιν εις το Καστρί, δυνάμει του ψηφίσματος της εν Επιδαύρω Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως.


Εν τούτοις και μεταξύ των αντιπολιτευομένων επήλθε διαφωνία, ήτις εκλόνισε την δύναμίν των προς στιγμήν απειλήσασαν να επικράτηση. Εστάλησαν εξ Αιγίνης πρεσβείαι όπως μεταπείσουν τους εν Ερμιό­νη. Επί μακρόν και ο Άγγλος κομμοδόρος Χάμιλτων και εμμέσως ο εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής Στράτφορδ Κάνιγγ επάσχιζον προς τούτο. Επροτείνετο τέλος να εξευρεθή ουδέτερος τόπος, ένθα, εάν δεν εφαίνετο ο καπνός των πολιορκούντων την Ακρόπολιν κα­νονίων, να ηκούετο τουλάχιστον ο κρότος αυτών. Ουδέν όμως ίσχυσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου